-
1 ἐπορούω
2 Τυδεΐδῃ δ' ἐπόρουσε θεά sprang to his side, 5.793 ; ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε came suddenly upon him, Od.23.343.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπορούω
-
2 ἐπ-ορούω
ἐπ-ορούω, = ἐπόρνυμαι, Hom. oft, τινί, gew. im feindlichen Sinne, τῷ δὲ Μέγης ἐπόρουσε Il. 15, 520; ohne Casus, Ἀντίλοχος δ' ἐπόρο υσε κύων ὥς ibd. 579; – ohne feindliche Nebenbedeutung, Τυδείδῃ δ' ἐπόρουσε ϑεά – Ἀϑήνη Il. 23, 232, wie vom Schlaf ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος ἐπόρο υσε, als ihn der Schlaf (schnell) überfiel, Od. 23, 343; auch c. acc., ἅρμ' ἐπορούσας, indem er auf den Wagen sprang. Il. 17, 481.
См. также в других словарях:
επορούω — ἐπορούω (Α) 1. επιτίθεμαι με ορμή («οἱ δὲ λύκοι ὣς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν», Ομ. Ιλ.) 2. κατευθύνομαι βιαστικά προς κάποιον («Τυδεΐδῃ δ’ ἐπόρουσε θεά», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον ύπνο) έρχομαι ξαφνικά («ὅτε ὁ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek